- παμπόνηρος
- -η, -ο (ΑΜ παμπόνηρος, -ον)πάρα πολύ πονηρός, πάρα πολύ κακός («Παύσων ὁ παμπόνηρος», Αριστοφ.)νεοελλ.1. τετραπέρατος, διαβολεμένος, πανέξυπνος2. φρ. «παμπόνηρη αλεπού» — ύπουλος άνθρωποςνεοελλ.-μσν.αυτός που υποκρίνεται τον αγαθό ενώ στην πραγματικότητα είναι κακός («ὄφις ὁ παμπόνηρος», Μηναί)αρχ.(για πράγματα) κάκιστος, άθλιος, ελεεινότατος («ὄψον παμπόνηρον», Επίχ.).επίρρ...παμπόνηρα (Α παμπονήρως)νεοελλ.με πολύ πονηρό τρόποαρχ.φρ. «παμπονήρως ἔχω» — είμαι βαριά άρρωστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + πονηρός].
Dictionary of Greek. 2013.